- πενθημερία
- πενθ-ημερία, ἡ,A five days' labour, PLond. 2.321 (c) 5 (ii A. D., abbrev.), PTeb.662 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενθημερία — πενθημερία, η και πενταμερία, η 1. διάστημα πέντε ημερών. 2. μισθός ή αμοιβή εργασίας πέντε ημερών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενθημερία — η, ΝΑ [πενθήμερος] 1. εργασία, μόχθος πέντε ημερών ή μισθός, αμοιβή για εργασία πέντε ημερών 2. χρονικό διάστημα πέντε ημερών … Dictionary of Greek
πενταμερία — η η πενθημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μέρα] … Dictionary of Greek
πενθήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε μέρες. 2. ως ουσ., πενθήμερο, το χρονικό διάστημα πέντε ημερών, πενθημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)